σκληράδα

σκληράδα
η
το να είναι κάποιος σκληρός, σκληρότητα: Της φέρθηκε με σκληράδα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σκληράδα — η, Ν [σκληρός] 1. η ιδιότητα τού σκληρού, σκληρότητα 2. μτφ. αναλγησία, απονιά …   Dictionary of Greek

  • ακαλήφη — (acalypha). Γένος φυτών που περιλαμβάνει πάνω από 425 είδη, ιθαγενή των τροπικών περιοχών. Ανήκουν στην ομοταξία αγγειόσπερμα, στην κλάση δικοτυλήδονα, στην υπόκλαση μονοχλαμυδικά, στην τάξη τρίκοκκα και στην οικογένεια ευφορβιίδες. Οι α. είναι… …   Dictionary of Greek

  • αμαλακιστία — ἀμαλακιστία, η (Α) [ἀμαλάκιστος] το να μην είναι κάτι μαλακό ή να μην μπορεί να μαλακώσει, σκληράδα, σκληρότητα …   Dictionary of Greek

  • σκληρία — η, ΝΑ [σκληρός] 1. η ιδιότητα τού σκληρού, η σκληρότητα 2. ιατρ. κάθε σκλήρυνση ιστού ή οργάνου η οποία γίνεται αντιληπτή με ψηλάφιση, σκλήρωμα αρχ. 1. (ιδίως για το σώμα) σκληράδα, ανθεκτικότητα, δύναμη 2. μτφ. α) αναλγησία, απονιά β)… …   Dictionary of Greek

  • σκληρός — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… …   Dictionary of Greek

  • σκληρότητα — Χαρακτηριστική αντίσταση που παρουσιάζουν τα στερεά σώματα όταν προσπαθούμε να διεισδύσουμε μέσα σ’ αυτά ή να τα χαράξουμε με ένα άλλο σώμα. Τούτο αντιστοιχεί στην αντίσταση που προβάλλουν τα σώματα σε τοπικές πλαστικές παραμορφώσεις, ή,… …   Dictionary of Greek

  • τραχύτητα — η / τραχύτης, ητος, ΝΜΑ, και αττ. τ. τραχυτής, ῆτος, Α [τραχύς] 1. ανωμαλία επιφάνειας («διὰ τὴν τῆς χώρας τραχύτητα», Ξεν.) 2. μτφ. α) βαναυσότητα, αγριότητα («τραχύτης βλέμματος», Πλούτ.) β) (για φωνή) βραχνάδα νεοελλ. 1. σκληρότητα, σκληράδα 2 …   Dictionary of Greek

  • Αλή πασάς, Τεπελενλής — (1744 – 1822). Ηγεμόνας των Ιωαννίνων. Το 1640, ένας Μικρασιάτης οθωμανός ονόματι Χουσεΐν εγκαταστάθηκε στο Τεπελένι και δημιούργησε εκεί γενιά. Ο γιος του Μέτσιο Χούσιος άφησε γιους τον Μπεκίρ και τον Μουχτάρ. Ο γιος του πρώτου, Ισλιάμπεης,… …   Dictionary of Greek

  • Παπαδιαμάντης, Αλέξανδρος — (Σκιάθος 1851 – 1911). Έλληνας πεζογράφος. Ο πατέρας του ήταν παπάς μεγαλωμένος στο βαθιά συντηρητικό θρησκευτικό περιβάλλον των κολλυβάδων (μοναχών που προκάλεσαν την έριδα για το αν έπρεπε να μοιράζονται τα κόλλυβα των μνημοσύνων και τις… …   Dictionary of Greek

  • σκληρότητα — σκληρότητα, η και σκληράδα, η ιδιότητα του σκληρού: Ο κατακτητής επέδειξε ασυνήθιστη σκληρότητα. – Ο σίδηρος παρουσιάζει μεγαλύτερη σκληρότητα από το μόλυβδο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”